Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
abap

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
academia /ˌakəˈdēmēə/ = USER: ακαδημαϊκής κοινότητας, ακαδημαϊκή κοινότητα, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκού

GT GD C H L M O
academic /ˌæk.əˈdem.ɪk/ = ADJECTIVE: ακαδημαϊκός; USER: ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκών, ακαδημαϊκά

GT GD C H L M O
acceptance /əkˈsep.təns/ = NOUN: αποδοχή, παραδοχή; USER: αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, παραλαβής

GT GD C H L M O
accomplishments /əˈkʌm.plɪʃ.mənt/ = NOUN: επιτεύγματα, προσόντα υπαλλήλου; USER: επιτεύγματα, επιτεύγματά, επιτευγμάτων, τα επιτεύγματά, ολοκληρώσεις

GT GD C H L M O
accounting /əˈkaʊn.tɪŋ/ = NOUN: λογιστική; ADJECTIVE: λογιστικός; USER: λογιστική, λογιστικής, λογιστικών, λογιστικές, αντιπροσωπεύοντας

GT GD C H L M O
achieved /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επιτευχθεί, επιτυγχάνεται, επιτυγχάνονται, επιτευχθούν, επιτεύχθηκε

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
activities /ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες; USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές

GT GD C H L M O
adapting /əˈdæpt/ = NOUN: προσαρμογή; ADJECTIVE: προσαρμοστικός; USER: προσαρμογή, την προσαρμογή, προσαρμογής, για την προσαρμογή, προσαρμογή των

GT GD C H L M O
advertising /ˈadvərˌtīz/ = NOUN: διαφήμιση; ADJECTIVE: διαφημιστικός; USER: διαφήμιση, διαφημιστικά, διαφήμισης, διαφημίσεις, τη διαφήμιση

GT GD C H L M O
advisory /ədˈvaɪ.zər.i/ = ADJECTIVE: συμβουλευτικός; USER: συμβουλευτικός, συμβουλευτική, συμβουλευτικής, συμβουλευτικών, συμβουλευτικές

GT GD C H L M O
aimed /eɪm/ = VERB: σκοπεύω, σημαδεύω; USER: με στόχο, στόχο, με σκοπό, αποσκοπούν, στοχεύουν

GT GD C H L M O
aligned /ˌnɒn.əˈlaɪnd/ = ADJECTIVE: ευθυγραμμισμένος; USER: ευθυγραμμισμένος, ευθυγραμμιστεί, ευθυγραμμίζονται, ευθυγραμμίζεται, ευθυγραμμισμένα

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
am /æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.

GT GD C H L M O
amending /əˈmend/ = VERB: τροποποιώ, διορθώ, διορθώνω; USER: για την τροποποίηση, τροποποίηση, την τροποποίηση, τροποποιεί, τροποποίηση της

GT GD C H L M O
amortized /əˈmɔː.taɪz/ = VERB: πληρώνω με χρεωλυσία, ξεπληρώνω με δόσεις; USER: αναπόσβεστο, αποσβεσμένο, αποσβένεται, αποσβένονται, αποσβεστεί

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
analysis /əˈnæl.ə.sɪs/ = NOUN: ανάλυση, ψυχανάλυση; USER: ανάλυση, ανάλυσης, την ανάλυση, αναλύσεις, αναλύσεως

GT GD C H L M O
analytics /ˌanlˈitiks/ = USER: analytics, αναλύσεων, αναλυτικά, Analytics για

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
another /əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος; USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο

GT GD C H L M O
appear /əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι; USER: φαίνεται, εμφανίζονται, εμφανίζεται, εμφανιστούν, εμφανιστεί

GT GD C H L M O
application /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
applications /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις

GT GD C H L M O
appraisals /əˈpreɪ.zəl/ = NOUN: εκτίμηση, αξιολόγηση; USER: αξιολογήσεις, εκτιμήσεις, αξιολογήσεων, εκτιμήσεων

GT GD C H L M O
approach /əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση; VERB: πλησιάζω; USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της

GT GD C H L M O
april /ˈeɪ.prəl/ = NOUN: Απρίλιος; USER: Απρίλιος, Απρ., Απρίλης, Απρίλιο, Απρ

GT GD C H L M O
architect /ˈɑː.kɪ.tekt/ = NOUN: αρχιτέκτων; USER: αρχιτέκτων, αρχιτέκτονα, αρχιτέκτονας, του αρχιτέκτονα, τον αρχιτέκτονα

GT GD C H L M O
archives /ˈɑː.kaɪv/ = NOUN: αρχεία; USER: αρχεία, αρχείων, Archives, αρχείο, τα αρχεία

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
area /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο

GT GD C H L M O
areas /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
assess /əˈses/ = VERB: εκτιμώ, διατιμώ διά φορολογίαν; USER: αξιολογήσει, αξιολογούν, εκτιμήσει, αξιολογεί, εκτίμηση

GT GD C H L M O
assessed /əˈses/ = VERB: εκτιμώ, διατιμώ διά φορολογίαν; USER: αξιολογείται, αξιολογούνται, αξιολογηθούν, αξιολογηθεί, αξιολόγησε

GT GD C H L M O
assessment /əˈses.mənt/ = NOUN: εκτίμηση, διατίμηση; USER: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξιολόγησης, εκτίμησης, την αξιολόγηση

GT GD C H L M O
assigning /əˈsaɪn/ = VERB: αναθέτω, εκχωρώ, απονέμω, προσδιορίζω; USER: Εκχώρηση, ανάθεση, Αντιστοίχιση, Αντιστοίχηση, παραχώρηση

GT GD C H L M O
assistance /əˈsɪs.təns/ = NOUN: βοήθεια; USER: βοήθεια, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση

GT GD C H L M O
assisted /əˈsɪst/ = VERB: βοηθώ; USER: επικουρούμενη, βοήθεια, επικουρείται, επικουρούμενο, επικουρούμενος

GT GD C H L M O
assure /əˈʃɔːr/ = VERB: διαβεβαιώνω, βεβαιώ, ασφαλίζω; USER: διαβεβαιώνω, διαβεβαιώσω, εξασφαλιστεί, εξασφαλίσει, διασφάλιση

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
attitude /ˈæt.ɪ.tjuːd/ = NOUN: στάση, διάθεση; USER: στάση, συμπεριφορά, τη στάση, στάσης, η στάση

GT GD C H L M O
attributes /ˈæt.rɪ.bjuːt/ = NOUN: γνωρίσματα; USER: γνωρίσματα, χαρακτηριστικά, ιδιότητες, χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων

GT GD C H L M O
audit /ˈɔː.dɪt/ = NOUN: έλεγχος, έλεγχος λογαριασμών, εξετάζω λογαριασμούς; USER: έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, λογιστικού ελέγχου, ελεγκτικών

GT GD C H L M O
auditing /ˈɔː.dɪt/ = USER: λογιστικού ελέγχου, ελέγχου, ελεγκτικά, έλεγχο, τον έλεγχο

GT GD C H L M O
auditor /ˈɔː.dɪt.ər/ = NOUN: ελεγκτής, ακροατής; USER: ελεγκτής, ελεγκτή, ελεγκτών, ελεγκτές

GT GD C H L M O
audits /ˈôdit/ = NOUN: έλεγχος, έλεγχος λογαριασμών, εξετάζω λογαριασμούς; USER: ελέγχους, ελέγχων, έλεγχοι, τους ελέγχους, λογιστικούς ελέγχους

GT GD C H L M O
automating /ˈɔː.tə.meɪt/ = USER: αυτοματοποίηση, την αυτοματοποίηση, αυτοματοποιώντας, αυτοματοποίηση των, αυτοματοποίησης

GT GD C H L M O
automation /ˈɔː.tə.meɪt/ = NOUN: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός; USER: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός, αυτοματισμού, αυτοματοποίησης, αυτοματισμό

GT GD C H L M O
awards /əˈwɔːd/ = NOUN: βραβείο, επιδίκαση; VERB: απονέμω, επιδικάζω; USER: Βραβεία, τα βραβεία, Διακρίσεις, βραβείων, Choice Τα

GT GD C H L M O
bachelor /ˈbætʃ.əl.ər/ = ADJECTIVE: άγαμος; NOUN: απόφοιτος, εργενής, τελειόφοιτος; USER: άγαμος, Bachelor, πανεπιστημίου, πτυχίο, μπάτσελορ

GT GD C H L M O
background /ˈbæk.ɡraʊnd/ = NOUN: φόντο, βάθος; USER: φόντο, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου, πλαίσιο

GT GD C H L M O
bank /bæŋk/ = NOUN: τράπεζα, όχθη; ADJECTIVE: τραπεζικός; VERB: αναχώνω; USER: τράπεζα, όχθη, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό

GT GD C H L M O
banking /ˈbæŋ.kɪŋ/ = NOUN: τραπεζιτικές εργασίες, πρόχωμα; USER: τραπεζικές, τραπεζικό, τραπεζική, τραπεζικών, τραπεζικού

GT GD C H L M O
basics /ˈbeɪ.sɪks/ = USER: βασικά, βασικά στοιχεία, τα βασικά, Basics, βασικών

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
beginning /bɪˈɡɪn.ɪŋ/ = NOUN: αρχή; USER: αρχή, αρχίζουν, ξεκινούν, αρχίζει, έναρξη, έναρξη

GT GD C H L M O
behavior /bɪˈheɪ.vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική; USER: συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, συμπεριφορά των

GT GD C H L M O
being /ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση; USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι

GT GD C H L M O
benefits /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: οφέλη, παροχές, τα οφέλη, παροχών, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
biased /ˈbaɪ.əst/ = VERB: προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω, δημιουργώ προκατάληψη; USER: προκατειλημμένη, μεροληπτική, μεροληπτικά, προκατειλημμένες, μεροληπτικές

GT GD C H L M O
billing /ˈbɪl.ɪŋ/ = VERB: τοιχοκολλώ διαφημιστικές αφίσες, στέλνω λογαριασμό; USER: χρέωσης, τιμολόγηση, τιμολόγησης, χρέωση, χρέωσής

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
branches /brɑːntʃ/ = NOUN: υποκατάστημα, διακλάδωση, κλάδος; VERB: διακλαδώ, διακλαδούμαι; USER: υποκαταστήματα, κλάδους, υποκαταστημάτων, κλαδιά, κλάδων

GT GD C H L M O
budgets /ˈbʌdʒ.ɪt/ = NOUN: προϋπολογισμός; VERB: προϋπολογίζω; USER: προϋπολογισμών, προϋπολογισμούς, προϋπολογισμοί, τους προϋπολογισμούς, προϋπολογισμό

GT GD C H L M O
built /ˌbɪltˈɪn/ = ADJECTIVE: χτίστηκε το; USER: χτισμένο, χτίστηκε, κατασκευαστεί, χτισμένη, κτισμένο

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
calculates /ˈkæl.kjʊ.leɪt/ = VERB: υπολογίζω, λογαριάζω; USER: υπολογίζει, υπολογίζει το, υπολογίζει την, υπολογίζεται, υπολογίζει τις

GT GD C H L M O
calculation /ˌkæl.kjʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: λογαριασμός, υπολογίσμος; USER: υπολογισμός, υπολογισμό, υπολογισμού, τον υπολογισμό, υπολογισμού που

GT GD C H L M O
call /kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη; VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call

GT GD C H L M O
certified /ˈsɜː.tɪ.faɪd/ = ADJECTIVE: επικυρωμένος, εγκεκριμένος; USER: πιστοποιημένο, πιστοποιημένα, πιστοποιηθεί, πιστοποιημένων, πιστοποιημένη

GT GD C H L M O
claims /kleɪm/ = NOUN: αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση; VERB: ισχυρίζομαι, διεκδικώ, απαιτώ, αξιώ; USER: αξιώσεις, απαιτήσεις, αξιώσεων, ισχυρισμούς, ισχυρισμοί

GT GD C H L M O
client /ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, client

GT GD C H L M O
close /kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον; VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω; NOUN: λήξη, τέλος, πέρας; ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος; USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε

GT GD C H L M O
coaching /kəʊtʃ/ = NOUN: προπόνηση; USER: προπόνηση, Προπονητής, καθοδήγηση, coaching, προγύμνασης

GT GD C H L M O
coe = USER: ΣτΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης, CoE, Συμβουλίου της Ευρώπης, Συμβούλιο της Ευρώπης"

GT GD C H L M O
collaborated /kəˈlæb.ə.reɪt/ = VERB: συνεργάζομαι, συνεργώ; USER: συνεργάστηκε, συνεργάστηκαν, συνεργαστεί, συνεργάζεται, συνεργασθεί

GT GD C H L M O
colleague /ˈkɒl.iːɡ/ = NOUN: συνάδελφος; USER: συνάδελφος, συνάδελφό, συνάδελφός, συναδέλφου, συνάδελφο, συνάδελφο

GT GD C H L M O
collection /kəˈlek.ʃən/ = NOUN: συλλογή, είσπραξη, έρανος, σωρός; USER: συλλογή, είσπραξη, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξης

GT GD C H L M O
committed /kəˈmɪt.ɪd/ = VERB: διαπράττω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, παραπέμπω, κάνω; USER: δεσμευτεί, διαπράττονται, δεσμευθεί, διαπράξει, διέπραξε

GT GD C H L M O
committee /kəˈmɪt.i/ = NOUN: επιτροπή; USER: επιτροπή, επιτροπής, της επιτροπής, ΕΟΚΕ, ΟΚΕ

GT GD C H L M O
communication /kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα; USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
competitors /kəmˈpet.ɪ.tər/ = NOUN: ανταγωνιστής, αντίπαλος, συναγωνιζόμενος; USER: ανταγωνιστές, ανταγωνιστών, ανταγωνιστές της, οι ανταγωνιστές, τους ανταγωνιστές

GT GD C H L M O
confess /kənˈfes/ = VERB: ομολογώ, παραδέχομαι, εξομολογούμαι, εξομολογώ; USER: ομολογώ, ομολογήσω, ομολογήσει, ομολογούμε, ομολογούν

GT GD C H L M O
confidence /ˈkɒn.fɪ.dəns/ = NOUN: εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, σιγουριά, εχεμύθεια, εκμυστήρευση; USER: εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, σιγουριά, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη

GT GD C H L M O
conflicts /ˈkɒn.flɪkt/ = NOUN: σύγκρουση, αντίθεση, διαμάχη, πάλη, αντίκρουση; VERB: συγκρούομαι, αντιμάχομαι; USER: συγκρούσεις, συγκρούσεων, οι συγκρούσεις, των συγκρούσεων, διενέξεις

GT GD C H L M O
consultant /kənˈsʌl.tənt/ = NOUN: σύμβουλος, εμπειρογνώμονας; USER: σύμβουλος, σύμβουλο, συμβούλου, συμβούλων

GT GD C H L M O
consultants /kənˈsʌl.tənt/ = NOUN: σύμβουλος, εμπειρογνώμονας; USER: σύμβουλοι, συμβούλους, συμβούλων, τους συμβούλους, μελετών

GT GD C H L M O
consumers /kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής; USER: καταναλωτές, τους καταναλωτές, καταναλωτών, οι καταναλωτές, των καταναλωτών

GT GD C H L M O
contact /ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία; VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν; USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με

GT GD C H L M O
context /ˈkɒn.tekst/ = NOUN: συμφραζόμενα, γενικό πλαίσιο, συναφής έκφραση; USER: συμφραζόμενα, πλαίσιο, πλαίσια, πλαίσιο αυτό, πλαισίου

GT GD C H L M O
continents /ˈkɒn.tɪ.nənt/ = NOUN: ήπειρος, εγκρατής; USER: ηπείρους, ηπείρων, τις ηπείρους, ήπειροι

GT GD C H L M O
continuity /ˌkɒn.tɪˈnjuː.ɪ.ti/ = NOUN: συνέχεια, συνοχή; USER: συνέχεια, συνέχειας, τη συνέχεια, η συνέχεια, συνέχιση

GT GD C H L M O
continuous /kənˈtɪn.ju.əs/ = ADJECTIVE: συνεχής, αδιάκοπος; USER: συνεχής, συνεχή, συνεχούς, συνεχείς, τη συνεχή

GT GD C H L M O
controls /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; USER: ελέγχους, ελέγχων, έλεγχοι, ελέγχου, τους ελέγχους

GT GD C H L M O
coordinating /kōˈôrdəˌnāt/ = VERB: συντονίζω; USER: συντονισμού, συντονισμό, το συντονισμό, συντονιστικό, τον συντονισμό

GT GD C H L M O
corporate /ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός; USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική

GT GD C H L M O
cost /kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο; VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ; USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους

GT GD C H L M O
could /kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε

GT GD C H L M O
countries /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες

GT GD C H L M O
country /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; ADJECTIVE: εξοχικός, χωριάτικος; USER: χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες

GT GD C H L M O
covering /ˈkʌv.ər.ɪŋ/ = NOUN: κάλυμμα, επίστρωση, σκέπασμα; USER: καλύπτοντας, που καλύπτει, καλύπτουν, καλύπτει, που καλύπτουν

GT GD C H L M O
credit /ˈkred.ɪt/ = NOUN: πίστωση, πίστη, έπαινος, υπόληψη, πεποίθηση, βερεσές, τιμή; VERB: πιστώνω, δίνω πίστωση, πιστεύω; USER: πίστωση, πίστη, πιστωτική, πιστωτικών, πιστωτικές

GT GD C H L M O
current /ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους; ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών; USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
cybernetics

GT GD C H L M O
d /əd/ = NOUN: ρε; USER: δ, d, Α, ϋ, ά

GT GD C H L M O
daily /ˈdeɪ.li/ = ADVERB: καθημερινά; ADJECTIVE: ημερήσιος, καθημερινός; NOUN: καθημερινή εφημερίδα; USER: καθημερινά, καθημερινός, ημερήσιος, καθημερινή, ημερήσια

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
datasets /ˈdeɪ.tə.beɪs/ = USER: σύνολα δεδομένων, συνόλων δεδομένων, σύνολα, βάσεις δεδομένων, σύνολα δεδομένων που

GT GD C H L M O
de

GT GD C H L M O
dedicated /ˈded.ɪ.keɪ.tɪd/ = VERB: αφιερώνω, εγκαινιάζω; USER: αφιερωμένο, αφιερωμένη, αφιερωμένος, αφιερώνεται, αφιερωμένες

GT GD C H L M O
default /dɪˈfɒlt/ = NOUN: αθέτηση, παράλειψη, αμέλεια, απουσία, παράβαση συμβολαίου, φυγοδικία; VERB: αθετώ, ερημοδικώ; USER: αθέτηση, προεπιλογή, προεπιλεγμένη, προεπιλεγμένο, προεπιλεγμένες

GT GD C H L M O
defined /diˈfīn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω; USER: ορίζεται, καθορίζεται, ορίζονται, που ορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
defining /diˈfīn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω; USER: ορισμό, τον καθορισμό, τον ορισμό, καθορισμού, καθορισμό

GT GD C H L M O
definition /ˌdef.ɪˈnɪʃ.ən/ = NOUN: ορισμός, σαφήνεια, καθαρότητα; USER: ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, ευκρίνειας

GT GD C H L M O
demo /ˈdem.əʊ/ = NOUN: διαδήλωση; USER: διαδήλωση, demo, επίδειξης, δοκιμαστική, επίδειξη

GT GD C H L M O
depending /dɪˈpend/ = VERB: εξαρτώμαι; USER: ανάλογα, ανάλογα με, αναλόγως, εξαρτώνται, εξαρτώνται

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
designed /dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω; USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη

GT GD C H L M O
designing /dɪˈzaɪ.nɪŋ/ = NOUN: σχέδιο, σχεδίασμα; ADJECTIVE: υστερόβουλος, πανούργος, δολόπλοκος, ραδιούργος; USER: σχεδιασμό, το σχεδιασμό, σχεδίαση, τον σχεδιασμό, σχεδιάζοντας

GT GD C H L M O
developer /dɪˈvel.ə.pər/ = USER: προγραμματιστή, προγραμματιστής, developer, έργου, δημιουργών

GT GD C H L M O
developing /dɪˈvel.ə.pɪŋ/ = ADJECTIVE: υπανάπτυκτος; USER: ανάπτυξη, την ανάπτυξη, αναπτυσσόμενων, αναπτυσσόμενες, ανάπτυξης

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
digital /ˈdɪdʒ.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: ψηφιακό, ψηφιακός; USER: ψηφιακό, ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών

GT GD C H L M O
digitization /ˈdɪdʒ.ɪ.taɪz/ = NOUN: ψηφιοποίηση; USER: ψηφιοποίηση, την ψηφιακοποίηση, της ψηφιοποίησης, ψηφιακοποίηση, η ψηφιοποίηση,

GT GD C H L M O
din /dɪn/ = NOUN: φασαρία, θόρυβος, κρότος; VERB: βρόντος, θορυβώ, κλαγγάζω, κροτώ, ξεκουφαίνω; USER: φασαρία, DIN, το DIN, πρότυπο DIN, με το DIN

GT GD C H L M O
diploma /dɪˈpləʊ.mə/ = NOUN: δίπλωμα, πτυχίο; USER: δίπλωμα, πτυχίο, διπλώματος, πτυχίου, δίπλωμα που

GT GD C H L M O
disciplined /ˈdɪs.ə.plɪnd/ = VERB: τιμωρώ, πειθαρχώ, δαμάζω, υποβάλλω σε πειθαρχία; USER: πειθαρχημένη, πειθαρχημένο, πειθαρχημένος, πειθαρχημένης, πειθαρχία

GT GD C H L M O
distributed /dɪˈstrɪb.juːt/ = VERB: διανέμω, μοιράζω; USER: διανέμονται, διανέμεται, κατανέμεται, διανεμηθεί, διανεμήθηκε

GT GD C H L M O
document /ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο; VERB: τεκμηριώνω; USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που

GT GD C H L M O
documented = VERB: τεκμηριώνω; USER: τεκμηριωμένη, τεκμηριώνεται, τεκμηριωμένες, τεκμηριώνονται, τεκμηριωμένα

GT GD C H L M O
documenting /ˈdɒk.jʊ.mənt/ = VERB: τεκμηριώνω; USER: τεκμηρίωση, τεκμηριώνουν, τεκμηριώνοντας, που τεκμηριώνουν, τεκμηριώνει

GT GD C H L M O
done /dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος; USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
during /ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια; USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια

GT GD C H L M O
e /iː/ = NOUN: μι; USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
eager /ˈiː.ɡər/ = ADJECTIVE: πρόθυμος, ανυπόμονος, διακαής, σφοδρός; USER: πρόθυμος, πρόθυμοι, ανυπομονούν, πρόθυμη, πρόθυμο

GT GD C H L M O
easily /ˈiː.zɪ.li/ = ADVERB: εύκολα; USER: εύκολα, εύκολα να, εύκολα την, εύκολη, εύκολα θα, εύκολα θα

GT GD C H L M O
economic /iː.kəˈnɒm.ɪk/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός; USER: οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές

GT GD C H L M O
economics /ˌiː.kəˈnɒm.ɪks/ = NOUN: οικονομολογία, οικονομολογικά; USER: οικονομία, οικονομικά, οικονομίας, οικονομικών, Economics

GT GD C H L M O
education /ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση; USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
effectiveness /ɪˈfek.tɪv/ = NOUN: αποτελεσματικότητα; USER: αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητας, την αποτελεσματικότητα, της αποτελεσματικότητας, αποτελεσματικότητά

GT GD C H L M O
either /ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε; PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος; USER: είτε, ούτε, είτε να

GT GD C H L M O
electricity /ilekˈtrisitē,ˌēlek-/ = NOUN: ηλεκτρισμός; USER: ηλεκτρισμός, ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρική ενέργεια, ηλεκτρισμού, ηλεκτρικής

GT GD C H L M O
employees /ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος; USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους

GT GD C H L M O
end /end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε; VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό

GT GD C H L M O
energy /ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα; USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας

GT GD C H L M O
engagement /enˈgājmənt/ = NOUN: σύμπλεξη, συμπλοκή, αρραβώνες, μνηστεία, ασχολία, υπόσχεση; USER: σύμπλεξη, δέσμευση, εμπλοκή, αρραβώνων, εμπλοκής

GT GD C H L M O
engagements /enˈgājmənt/ = NOUN: σύμπλεξη, συμπλοκή, αρραβώνες, μνηστεία, ασχολία, υπόσχεση; USER: αρραβώνες, δεσμεύσεις, υποχρεώσεις, δεσμεύσεων, αναθέσεις

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enjoy /ɪnˈdʒɔɪ/ = VERB: απολαμβάνω, χαίρομαι; USER: απολαύστε, απολαύσετε, απολαμβάνουν, απολαύσουν, να απολαύσετε

GT GD C H L M O
entire /ɪnˈtaɪər/ = ADJECTIVE: ολόκληρος; USER: ολόκληρος, ολόκληρο, ολόκληρο το, ολόκληρη, σύνολο

GT GD C H L M O
environment /enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο; USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος

GT GD C H L M O
erp = USER: erp, ΕΑΙ

GT GD C H L M O
estimates /ˈes.tɪ.meɪt/ = NOUN: εκτίμηση, υπολογισμός, προϋπολογισμός; USER: εκτιμήσεις, εκτιμήσεων, οι εκτιμήσεις, προβλέψεις, τις εκτιμήσεις

GT GD C H L M O
european /ˌyərəˈpēən,ˌyo͝orə-/ = ADJECTIVE: ευρωπαϊκός; NOUN: Ευρωπαίος; USER: Ευρωπαϊκή, Ευρωπαϊκό, ευρώπη, Ευρωπαϊκής, Ευρωπαϊκού, Ευρωπαϊκού

GT GD C H L M O
evaluated /ɪˈvæl.ju.eɪt/ = VERB: αξιολογώ, εκτιμώ, διατιμώ; USER: αξιολογήθηκε, αξιολογείται, αξιολογούνται, αξιολογηθούν, αξιολογηθεί

GT GD C H L M O
evaluation /ɪˈvæl.ju.eɪt/ = NOUN: εκτίμηση, διατίμηση; USER: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξιολόγησης, την αξιολόγηση, της αξιολόγησης

GT GD C H L M O
excellent /ˈek.səl.ənt/ = ADJECTIVE: έξοχος; USER: άριστη, excellent, εξαιρετική, εξαιρετικό, εξαιρετικές

GT GD C H L M O
execution /ˌek.sɪˈkjuː.ʃən/ = NOUN: εκτέλεση, θανάτωση; USER: εκτέλεση, εκτέλεσης, την εκτέλεση, εκτέλεσή, εκτέλεση του

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
experienced /ikˈspi(ə)rēəns/ = ADJECTIVE: έμπειρος, πεπειραμένος; USER: έμπειρος, πεπειραμένος, έμπειρους, έμπειρο, έμπειροι

GT GD C H L M O
expertise /ˌek.spɜːˈtiːz/ = NOUN: πραγματογνωμοσύνη; USER: πραγματογνωμοσύνη, εμπειρογνωμοσύνη, εμπειρογνωμοσύνης, εμπειρία, τεχνογνωσία

GT GD C H L M O
fair /feər/ = ADJECTIVE: δίκαιος, καλός, αίθριος, τίμιος, ξανθός, ωραίος, ξάστερος; NOUN: έκθεση, πανηγύρι; USER: δίκαιος, έκθεση, δίκαιη, εύλογη, δίκαιο

GT GD C H L M O
fast /fɑːst/ = ADVERB: γρήγορα, με ταχύ ρυθμό; ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, στερεός, άσωτος; NOUN: νηστεία; VERB: νηστεύω; USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχεία

GT GD C H L M O
feasibility /ˌfēzəˈbilətē/ = NOUN: σκοπιμότητα, κατορθωτό; USER: σκοπιμότητα, σκοπιμότητας, δυνατότητα, εφικτότητα, εφικτό

GT GD C H L M O
feeling /ˈfiː.lɪŋ/ = NOUN: αίσθημα, συναίσθημα, αφή; USER: συναίσθημα, αίσθημα, αίσθηση, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθάνεστε

GT GD C H L M O
field /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο

GT GD C H L M O
fieldwork /ˈfēldwərk/ = USER: επιτόπια έρευνα, επιτόπια εργασία, εργασία πεδίου, επιτόπιας έρευνας, εργασίας πεδίου,

GT GD C H L M O
finance /ˈfaɪ.næns/ = NOUN: οικονομικά, οικονομολογία; VERB: χρηματοδοτώ; USER: χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτούν, χρηματοδοτήσουν, χρηματοδοτήσει

GT GD C H L M O
financial /faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός; NOUN: γενική λογιστική; USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό

GT GD C H L M O
flexible /ˈflek.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ευέλικτος, εύκαμπτος; USER: ευέλικτος, εύκαμπτος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευέλικτες

GT GD C H L M O
focused /ˈfəʊ.kəst/ = USER: επικεντρώθηκε, εστιάζεται, επικεντρώθηκαν, επικεντρώνεται, εστιασμένη

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forecasting /ˈfɔː.kɑːst/ = VERB: προβλέπω, προσχεδιάζω; USER: πρόβλεψης, πρόβλεψη, την πρόβλεψη, προβλέψεις, πρόγνωση

GT GD C H L M O
four /fɔːr/ = USER: four-, four, four; USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
gap /ɡæp/ = NOUN: χάσμα, άνοιγμα; USER: χάσμα, άνοιγμα, θέση, κενό, χάσματος

GT GD C H L M O
general /ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός; NOUN: στρατηγός; USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές

GT GD C H L M O
generation /ˌdʒen.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, γενεά, γέννηση; USER: παραγωγή, γενεά, γενιά, γενιάς, παραγωγής

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
given /ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος; USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που

GT GD C H L M O
giving /ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς

GT GD C H L M O
global /ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός; USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
got /ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν

GT GD C H L M O
great /ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας; USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great

GT GD C H L M O
grid /ɡrɪd/ = NOUN: πλέγμα, εσχάρα, ηλεκτρικό δίκτυο, κιγκλίδωμα, πλέγμα ασύρματου; USER: πλέγμα, ηλεκτρικό δίκτυο, δίκτυο, δικτύου, πλέγματος

GT GD C H L M O
group /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που

GT GD C H L M O
happy /ˈhæp.i/ = ADJECTIVE: ευτυχής, ευτυχισμένος; USER: ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο, ευτυχισμένο

GT GD C H L M O
hard /hɑːd/ = ADVERB: σκληρά, δύσκολα, δυνατά; ADJECTIVE: σκληρός, δύσκολος, στρυφνός, χαλεπός, σταθερός, δριμύς; USER: σκληρά, σκληρός, δύσκολα, σκληρό, δύσκολο

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
highly /ˈhaɪ.li/ = ADVERB: υψηλά, υψηλώς, μεγαλόπρεπα; USER: υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής

GT GD C H L M O
highschool /ˈhaɪ ˌskuːl/ = NOUN: γυμνάσιο; USER: γυμνάσιο, λύκειο, το γυμνάσιο, το λύκειο, γυμνασίου

GT GD C H L M O
him /hɪm/ = PRONOUN: αυτόν; USER: αυτόν, τον, του, σουτ, σουτ

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
honors /ˈɒn.əz dɪˌɡriː/ = NOUN: τιμή; USER: τιμά, τιμητικές διακρίσεις, διακρίσεις, τιμές, άριστα

GT GD C H L M O
hopefully /ˈhəʊp.fəl.i/ = USER: ελπίζω, ελπίζουμε, ελπίζουμε ότι, ευελπιστούμε, ελπίζω να

GT GD C H L M O
huge /hjuːdʒ/ = ADJECTIVE: τεράστιος, πελώριος, θεόρατος, υπερμεγέθης, γιγαντόσωμος, παμμέγεθης; USER: τεράστιος, τεράστια, τεράστιο, τεράστιες, Ο

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
ia /ɪə/ = USER: ia, ΙΑ, μεταξύ άλλων, Αϊόβα"

GT GD C H L M O
identifying /aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω; USER: προσδιορισμό, τον προσδιορισμό, προσδιορίζοντας, τον εντοπισμό, εντοπισμό

GT GD C H L M O
ifrs = USER: ΔΠΧΠ, Δ.Π.Χ.Π., ΔΠΧΑ, Δ.Π.Χ.Α., IFRS

GT GD C H L M O
implementation /ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εκτέλεση; USER: εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
implementing /ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμογή, εκτελεστικών, εφαρμογής, την εφαρμογή, υλοποίηση

GT GD C H L M O
improvement /ɪmˈpruːv.mənt/ = NOUN: βελτίωση, πρόοδος, καλυτέρευση; USER: βελτίωση, βελτίωσης, τη βελτίωση, βελτίωση της, βελτίωσης της

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
industries /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανίες, βιομηχανιών, κλάδους, κλάδων, τις βιομηχανίες

GT GD C H L M O
industry /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
initiating /ɪˈnɪʃ.i.eɪt/ = ADJECTIVE: μυϊτικός; USER: την έναρξη, κίνηση, έναρξη, την έναρξη της, την κίνηση

GT GD C H L M O
initiative /ɪˈnɪʃ.ə.tɪv/ = NOUN: πρωτοβουλία; USER: πρωτοβουλία, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για

GT GD C H L M O
innovative /ˈɪn.ə.və.tɪv/ = USER: καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμων, καινοτόμο, καινοτόμος

GT GD C H L M O
installation /ˌɪn.stəˈleɪ.ʃən/ = NOUN: εγκατάσταση, εγκαθίδρυση; USER: εγκατάσταση, εγκατάστασης, τοποθέτηση, την εγκατάσταση, εγκατάσταση του

GT GD C H L M O
insurance /ɪnˈʃɔː.rəns/ = NOUN: ασφάλιση, ασφάλεια; USER: ασφάλιση, ασφάλεια, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική

GT GD C H L M O
intelligent /inˈtelijənt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, νοήμων; USER: έξυπνος, νοήμων, ευφυή, έξυπνη, ευφυής

GT GD C H L M O
internal /ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός; USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό

GT GD C H L M O
international /ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής; USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών

GT GD C H L M O
investments /ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία; USER: επενδύσεις, επενδύσεων, τις επενδύσεις, οι επενδύσεις, των επενδύσεων

GT GD C H L M O
invoice /ˈɪn.vɔɪs/ = NOUN: τιμολόγιο, μπίλ; VERB: τιμολογώ; USER: τιμολόγιο, τιμολογίου, τιμολόγιο που, τιμολογίων

GT GD C H L M O
involved /ɪnˈvɒlvd/ = ADJECTIVE: εμπλεγμένος, περίπλοκος; USER: συμμετέχουν, που συμμετέχουν, εμπλέκονται, που εμπλέκονται, συμμετέχει

GT GD C H L M O
involving /ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω; USER: με τη συμμετοχή, συμμετοχή, τη συμμετοχή, αφορούν, που αφορούν

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
issuance /ˈɪʃuəns/ = NOUN: έκδοση, εκπομπή; USER: έκδοση, έκδοσης, την έκδοση, χορήγηση

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
jun /CHən/ = USER: Ιούνιος, Ιούνιο, Ιούνη, Ιουν, Ιούνης"

GT GD C H L M O
junior /ˈdʒuː.ni.ər/ = ADJECTIVE: κατώτερος, νεώτερος; USER: κατώτερος, νεώτερος, κατώτερο, Νέων, νέους

GT GD C H L M O
knowledge /ˈnɒl.ɪdʒ/ = NOUN: γνώση, γνώσεις; USER: γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης

GT GD C H L M O
kpis /ˌkeɪ.piːˈaɪ/ = USER: KPIs, δείκτες KPI, ΒΔΕ, βασικούς δείκτες επιδόσεων, ΚΔΕ

GT GD C H L M O
languages /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της

GT GD C H L M O
large /lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο; ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς; USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα

GT GD C H L M O
largest /lɑːdʒ/ = USER: Η μεγαλύτερη, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερος, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες

GT GD C H L M O
lead /liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα; VERB: ηγούμαι, οδηγώ; USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί

GT GD C H L M O
leader /ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής; USER: ηγέτης, ηγέτη, leader, αρχηγός, επικεφαλής

GT GD C H L M O
leading /ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών; NOUN: αρχηγία, οδηγία; USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν

GT GD C H L M O
learn /lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ; USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει

GT GD C H L M O
leasing /liːs/ = VERB: ενοικιάζω; USER: χρηματοδοτικής μίσθωσης, leasing, μίσθωσης, μίσθωση, χρηματοδοτική μίσθωση

GT GD C H L M O
level /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο

GT GD C H L M O
leveraging /ˈliː.vər.ɪdʒ/ = USER: μόχλευση, μόχλευσης, αξιοποιώντας, τη μόχλευση, μόχλευση των

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
listening /ˈlisən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: ακούτε, ακούγοντας, ακρόασης, ακρόαση, ακούει, ακούει

GT GD C H L M O
loans /ləʊn/ = NOUN: δάνειο; USER: δάνεια, δανείων, τα δάνεια, των δανείων, δάνεια που

GT GD C H L M O
local /ˈləʊ.kəl/ = ADJECTIVE: τοπικός; USER: τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική

GT GD C H L M O
located /ləʊˈkeɪt/ = VERB: εντοπίζω, τοποθετώ, ευρίσκω, εγκαθίσταμαι; USER: βρίσκεται, που βρίσκεται, βρίσκονται, που βρίσκονται, τοποθεσία

GT GD C H L M O
losses /lɒs/ = NOUN: απώλεια, ζημιά, χάσιμο, πτώση, χαμός, χασούρα; USER: απώλειες, απωλειών, ζημίες, ζημιών, ζημιές

GT GD C H L M O
lost /lɒst/ = NOUN: χαμένος, χασούρα, σωρεία; USER: χαμένος, χάσει, έχασε, χαθεί, χάσει την, χάσει την

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
maintaining /meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι; USER: διατηρώντας, διατήρηση, διατήρηση της, τη διατήρηση, η διατήρηση

GT GD C H L M O
major /ˈmeɪ.dʒər/ = ADJECTIVE: μείζων, μεγαλείτερος, πρεσβύτερος; NOUN: ταγματάρχης; USER: μείζων, μεγάλες, σημαντικό, μεγάλων, σημαντική

GT GD C H L M O
managed /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: Διαχείριση, διαχειρίζεται, Διαχείριση δικαιωμάτων, κατάφερε, δικαιωμάτων

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
manager /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ

GT GD C H L M O
managing /ˈmanij/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
master /ˈmɑː.stər/ = NOUN: κύριος, δάσκαλος, άρχοντας, διδάσκαλος, αυθέντης; VERB: κατέχω, υπερνικώ, γίνομαι κάτοχος; USER: κύριος, δάσκαλος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, πλοιάρχου

GT GD C H L M O
measured /ˈmeʒ.əd/ = ADJECTIVE: μετρημένος; USER: μετράται, μετρούμενη, μετρηθεί, μετρώνται, μετριέται

GT GD C H L M O
meetings /ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα; USER: συναντήσεις, συνεδριάσεις, συνεδριάσεων, συναντήσεων, συσκέψεις

GT GD C H L M O
members /ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος; USER: μέλη, τα μέλη, μελών, μέλη της, μέλη του

GT GD C H L M O
methodologies /ˌmeθ.əˈdɒl.ə.dʒi/ = USER: μεθοδολογίες, μεθοδολογιών, μεθόδους, μεθοδολογίες που, μεθόδων

GT GD C H L M O
methodology /ˌmeθ.əˈdɒl.ə.dʒi/ = USER: μεθοδολογία, μεθοδολογίας, μεθοδολογία που, τη μεθοδολογία, μέθοδος

GT GD C H L M O
mindset /ˈmaɪnd.set/ = USER: νοοτροπία, νοοτροπίας, τη νοοτροπία, τρόπο σκέψης, σκέψης

GT GD C H L M O
mitigating /ˈmitəˌgāt/ = VERB: μετριάζω, καταπραΰνω, πραΰνω; USER: μετριασμό, μετριασμού, ελαφρυντικό, ελαφρυντικές, ελαφρυντικών

GT GD C H L M O
models /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλα, μοντέλων, τα μοντέλα, υποδείγματα, πρότυπα

GT GD C H L M O
monitor /ˈmɒn.ɪ.tər/ = NOUN: μηνυτής, προειδοποιητής, ελεγκτής εκπομπών, πρωτόσχολος, επιμελητής τάξης; USER: παρακολουθεί, παρακολούθηση, παρακολουθούν, την παρακολούθηση, ελέγχει

GT GD C H L M O
monitoring /ˈmɒn.ɪ.tər/ = USER: παρακολούθηση, παρακολούθησης, την παρακολούθηση, παρακολούθηση της, ελέγχου

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
mos

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
motivating /ˈməʊ.tɪ.veɪt/ = VERB: θέτω στην κίνησιν, ενεργώ ως ελατήριο, ωθώ, κινώ; USER: κινήτρων, την παροχή κινήτρων, παροχή κινήτρων, κίνητρα, κίνητρο

GT GD C H L M O
moved /muːvd/ = VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ; USER: μετακινηθεί, μετακινήθηκε, μετακόμισε, μεταφέρθηκε, κινήθηκε

GT GD C H L M O
multi /mʌl.ti-/ = USER: multi, πολυ, πολλαπλών, πολλαπλά, πολλών

GT GD C H L M O
multinational /ˌmʌl.tiˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: πολυεθνικός; USER: πολυεθνικός, πολυεθνικές, πολυεθνικών, πολυεθνική, πολυεθνικής

GT GD C H L M O
multiple /ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος; NOUN: πολλαπλάσιο; USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά

GT GD C H L M O
must /mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος; USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
national /ˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: εθνικός, υπήκοος; USER: εθνικός, υπήκοος, εθνικό, εθνικών, εθνικές

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
network /ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό; USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
obtained /əbˈteɪn/ = VERB: αποκτώ, βρίσκω, επικρατώ, προμηθεύομαι, εξασφαλίζω; USER: λαμβάνεται, λαμβάνονται, που λαμβάνονται, ελήφθη, ελήφθησαν

GT GD C H L M O
oct /ɒkˈtəʊ.bər/ = USER: Οκτώβριος, Οκτώβριο, Οκτώβρης, Οκτ., Οκτ

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
operational /ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: επιχειρήσεων, της εργασίας; USER: επιχειρησιακά, λειτουργίας, επιχειρησιακή, επιχειρησιακών, επιχειρησιακές

GT GD C H L M O
opportunities /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για

GT GD C H L M O
oracle /ˈɒr.ə.kl̩/ = NOUN: μαντείο, χρησμός, χρησμός μαντείου; USER: μαντείο, χρησμός, Oracle, χρησμό, μαντείου

GT GD C H L M O
organization /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως

GT GD C H L M O
organizations /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργανώσεις, οργανισμούς, οργανισμών, οργανώσεων, οργανισμοί

GT GD C H L M O
organized /ˈɔː.ɡən.aɪzd/ = ADJECTIVE: οργανωμένος; USER: οργανωμένος, διοργάνωσε, οργανώνονται, διοργανώθηκε, οργάνωσε

GT GD C H L M O
others /ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
outstanding /ˌaʊtˈstæn.dɪŋ/ = ADJECTIVE: εκκρεμής, εξαιρετικός, σημαντικός, διαπρεπής, ξεχωριστός; USER: εκκρεμή, εκκρεμών, εκκρεμείς, εξαιρετική, εκκρεμούν

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
parameter /pəˈræm.ɪ.tər/ = USER: παράμετρο, παράμετρος, παραμέτρου, παραμέτρων, η παράμετρος

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
participated /pɑːˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: συμμετέχω, μετέχω, συμμερίζομαι; USER: συμμετείχε, συμμετείχαν, συμμετάσχει, μέρος, συμμετοχή

GT GD C H L M O
passionate /ˈpæʃ.ən.ət/ = ADJECTIVE: παθιασμένος, φλογερός, παράφορος, περιπαθής, διάπυρος, ευερέθιστος; USER: παθιασμένος, πάθος, παθιασμένοι, παθιασμένη, παθιασμένο

GT GD C H L M O
peoples /ˈpēpəl/ = VERB: κατοικίζω; USER: λαών, των λαών, λαούς, λαοί, πληθυσμών

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
performed /pəˈfɔːm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω; USER: εκτελείται, εκτελούνται, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, πραγματοποιούνται

GT GD C H L M O
pharmaceutical /ˌfɑː.məˈsuː.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: φαρμακευτικός; USER: φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής

GT GD C H L M O
pilot /ˈpaɪ.lət/ = NOUN: πιλότος, πλοηγός; VERB: οδηγώ, πηδαλιουχώ; ADJECTIVE: πηδαλιούχος; USER: πιλότος, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτική, πιλοτικών

GT GD C H L M O
plan /plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο

GT GD C H L M O
planning /ˈplæn.ɪŋ/ = NOUN: σχεδίαση, σχεδίασμα; USER: σχεδιασμό, προγραμματισμό, τον προγραμματισμό, σχεδιασμού, σχεδιάζει

GT GD C H L M O
playing /pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παίξιμο; USER: παιχνίδι, παίξιμο, παίζει, παίζουν, παίζοντας

GT GD C H L M O
pleasure /ˈpleʒ.ər/ = NOUN: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, τέρψη, ευαρέσκεια; USER: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, χαρά, αναψυχής

GT GD C H L M O
point /pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο; USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου

GT GD C H L M O
portfolios /pôrtˈfōlēˌō/ = NOUN: χαρτοφυλάκιο; USER: χαρτοφυλάκια, χαρτοφυλακίων, τα χαρτοφυλάκια, των χαρτοφυλακίων, χαρτοφυλάκιά

GT GD C H L M O
positive /ˈpɒz.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: θετικός, ρητός; USER: θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές

GT GD C H L M O
power /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος

GT GD C H L M O
prefer /prɪˈfɜːr/ = VERB: προτιμώ, προκρίνω, προτείνω, προβιβάζω; USER: προτιμώ, προτιμούν, προτιμάτε, προτιμούσαν, προτιμούσε, προτιμούσε

GT GD C H L M O
preparing /prɪˈpeər/ = VERB: προετοιμάζω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, προπαρασκευάζω; USER: προετοιμασία, την προετοιμασία, παρασκευή, προετοιμασία των, προετοιμάζει

GT GD C H L M O
present /ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι; ADJECTIVE: τωρινός; VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν

GT GD C H L M O
presented /prɪˈzent/ = VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσιάζονται, παρουσίασε, που παρουσιάζονται, παρουσιάζεται, παρουσιάστηκε

GT GD C H L M O
presenting /prɪˈzent/ = VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσίαση, παρουσιάζοντας, παρουσιάζουν, την παρουσίαση, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
pressure /ˈpreʃ.ər/ = NOUN: πίεση; USER: πίεση, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του, πίεση του

GT GD C H L M O
priceless /ˈpraɪs.ləs/ = ADJECTIVE: ανεκτίμητος, αδιατίμητος; USER: ανεκτίμητος, ανεκτίμητη, ανεκτίμητο, ανεκτίμητα, ανεκτίμητης αξίας

GT GD C H L M O
principal /ˈprɪn.sɪ.pəl/ = NOUN: κύριος, κεφάλαιο, εντολέας, αρχικό κεφάλαιο, διευθυντής, σχολάρχης, αυτουργός, αρχηγός, διευθυντής σχολείου; ADJECTIVE: κυριότερος, συμβαλλόμενος, πρωταίτιος; USER: κύριος, κεφάλαιο, κυριότερος, εντολέας, κύρια

GT GD C H L M O
procedures /prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα; USER: διαδικασίες, διαδικασιών, οι διαδικασίες, τις διαδικασίες, των διαδικασιών

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
processes /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους

GT GD C H L M O
procurement /prəˈkjʊə.mənt/ = NOUN: προμήθεια, προμήθευση; USER: προμήθεια, συμβάσεις, συμβάσεων, δημόσιες συμβάσεις, προμηθειών

GT GD C H L M O
productive /prəˈdʌk.tɪv/ = ADJECTIVE: παραγωγικός, αποδοτικός, προσοδοφόρος; USER: παραγωγικός, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό

GT GD C H L M O
professional /prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας; ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός; USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό

GT GD C H L M O
profiles /ˈprəʊ.faɪl/ = NOUN: προφίλ, κατατομή, πορτρέτο, κατατομή προσώπου; USER: προφίλ, τα προφίλ, χαρακτηριστικά, προφιλς, προφίλ των

GT GD C H L M O
project /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου

GT GD C H L M O
projects /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων

GT GD C H L M O
proposals /prəˈpəʊ.zəl/ = NOUN: πρόταση; USER: προτάσεις, προτάσεων, τις προτάσεις, προτάσεις που, προτάσεις για

GT GD C H L M O
provided /prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον

GT GD C H L M O
provides /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει

GT GD C H L M O
providing /prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει

GT GD C H L M O
qualified /ˈkwɒl.ɪ.faɪd/ = ADJECTIVE: αρμόδιος, πτυχιούχος, έχων τα προσόντα, επιφυλακτικός, περιορισμένος, τροποποιημένος; USER: ειδική, ειδικευμένο, προσόντα, ειδικευμένου, εξειδικευμένο

GT GD C H L M O
qualifying /ˈkwɒl.ɪ.faɪ/ = VERB: έχω τα προσόντα, καθιστώ αρμόδιο, γίνομαι ικανός, γίνομαι αρμόδιος, δικαίουμαι, χαρακτηρίζω, τροποποιώ, μετριάζω; USER: κατατακτήριες, τυγχάνουν, τύχουν, ειδική, επιλέξιμες

GT GD C H L M O
quality /ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή; USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των

GT GD C H L M O
rare /reər/ = ADJECTIVE: σπάνιος, μισοψημένο, αραιός, μισοψημένος, ολιγόψητος, σχεδόν άψητος; USER: σπάνιος, σπάνια, σπάνιες, σπάνιο, σπάνιων

GT GD C H L M O
rather /ˈrɑː.ðər/ = ADVERB: μάλλον, κάπως, προτιμότερο, κάλλιο; USER: μάλλον, όχι, και όχι, αντί, παρά

GT GD C H L M O
reach /riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση; VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι; USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει

GT GD C H L M O
recently /ˈriː.sənt.li/ = ADVERB: πρόσφατα, προσφάτως; USER: πρόσφατα, προσφάτως, τελευταία, πρόσφατη

GT GD C H L M O
recommend /ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω; USER: συνιστώ, συστήνω, προτείνω, προτείνουμε, συνιστούν

GT GD C H L M O
recommendations /ˌrek.ə.menˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: σύσταση, ευχή, προτέρημα; USER: συστάσεις, προτάσεις, συστάσεων, τις συστάσεις, συστάσεις που

GT GD C H L M O
records /rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου; VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω; USER: αρχεία, εγγραφές, αρχείων, εγγραφών, μητρώα

GT GD C H L M O
reduction /rɪˈdʌk.ʃən/ = NOUN: μείωση, αναγωγή, ελάττωση, έκπτωση, μετατροπή, υποβίβαση; USER: μείωση, αναγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της

GT GD C H L M O
region /ˈriː.dʒən/ = NOUN: περιοχή, χώρα, πολίτευμα; USER: περιοχή, περιοχής, περιφέρεια, περιφέρειας, περιοχή του

GT GD C H L M O
related /rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων; USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται

GT GD C H L M O
relationship /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση

GT GD C H L M O
remote /rɪˈməʊt/ = ADJECTIVE: μακρινός, απομεμακρυσμένος, απόμερος, μακρυνός; USER: μακρινός, απομακρυσμένες, απομακρυσμένο, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως

GT GD C H L M O
report /rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος; VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά

GT GD C H L M O
reports /rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος; VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: εκθέσεις, εκθέσεων, αναφορές, τις εκθέσεις, αναφορών

GT GD C H L M O
requests /rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση; VERB: ζητώ, παρακαλώ; USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί

GT GD C H L M O
requirements /rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία; USER: απαιτήσεις, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, προϋποθέσεις, προδιαγραφές

GT GD C H L M O
resolving /rɪˈzɒlv/ = VERB: αποφασίζω, αναλύω, διαλύομαι, ξεμπερδεύω; USER: επίλυση, την επίλυση, επίλυσης, επίλυση των, την επίλυση των

GT GD C H L M O
resource /rɪˈzɔːs/ = NOUN: πόρος, μέσο, εφευρετικότητα, προσόν; USER: πόρος, πόρων, των πόρων, πόρο, πόρου

GT GD C H L M O
responsibilities /rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία; USER: ευθυνών, ευθύνες, αρμοδιότητες, αρμοδιοτήτων, τις ευθύνες

GT GD C H L M O
results /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που

GT GD C H L M O
retail /ˈriː.teɪl/ = NOUN: λιανική πώληση; ADJECTIVE: λιανικός; VERB: μεταπουλώ, πωλώ λιανικώς; USER: λιανική πώληση, λιανικής, λιανική, λιανικής πώλησης, λιανικών

GT GD C H L M O
return /rɪˈtɜːn/ = NOUN: απόδοση, αποτέλεσμα; VERB: επιστρέφω; USER: απόδοση, επιστρέψει, επιστρέψετε, επιστρέψουν, επιστροφή

GT GD C H L M O
revenue /ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος; USER: έσοδα, Τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από

GT GD C H L M O
review /rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση; VERB: αναθεωρώ; USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, επανεξετάζει, επανεξετάσει, αναθεωρήσει

GT GD C H L M O
reviewing /rɪˈvjuː/ = VERB: αναθεωρώ; USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, την αναθεώρηση, την επανεξέταση, επανεξετάζει

GT GD C H L M O
reviews /rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση; VERB: αναθεωρώ; USER: σχόλια, κριτικές, αξιολογήσεις, κριτικών, Οι κριτικές

GT GD C H L M O
risk /rɪsk/ = NOUN: κίνδυνος, ριψοκινδύνευση; VERB: ρισκάρω, κινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω; USER: κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου

GT GD C H L M O
robot /ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος; VERB: ρομπώ; USER: ρομπότ, robot, ρομπότ που, το ρομπότ

GT GD C H L M O
robotic /rəʊˈbɒt.ɪk/ = USER: ρομποτικό, ρομποτική, ρομποτικά, ρομποτικών, ρομποτικές

GT GD C H L M O
robotics /rəʊˈbɒt.ɪks/ = NOUN: ρομποτική; USER: ρομποτική, ρομποτικής, Robotics, ρομποτικές, η ρομποτική

GT GD C H L M O
roles /rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο; USER: ρόλους, ρόλων, ρόλοι, τους ρόλους, οι ρόλοι

GT GD C H L M O
roll /rəʊl/ = NOUN: ρολό, κύλινδρος, ρόλος, τόπι, αρτίσκος, κατάλογος, ψωμάκι; VERB: κυλώ, τσουλάω, τυλίσσω, κυλίω, κυλιόμαι, τυλίσσομαι; USER: ρολό, κυλήσει, roll, κυλήστε, αναπτύξουν

GT GD C H L M O
romanian /rʊˈmeɪ.ni.ən/ = ADJECTIVE: ρουμανικός; NOUN: Ρουμανός; USER: ρουμανικός, ρουμανική, Ρουμάνικα, ρουμανικά, της Ρουμανίας

GT GD C H L M O
rpa

GT GD C H L M O
running /ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων; ADJECTIVE: τρεχάτος; USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
scale /skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο; VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι; USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά

GT GD C H L M O
scope /skəʊp/ = NOUN: έκταση, περιθώριο, σκοπός, πεδίο δράσης, πρόθεση, ευκαιρία, βλέψη, στάδιο, θέα; USER: έκταση, περιθώριο, πεδίο δράσης, σκοπός, πεδίο εφαρμογής

GT GD C H L M O
security /sɪˈkjʊə.rɪ.ti/ = NOUN: ασφάλεια, εγγύηση, ασφάλιση, σιγουριά, χρεόγραφο, μετοχή, εγγυητής; USER: ασφάλεια, ασφάλιση, εγγύηση, ασφάλειας, ασφαλείας

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
self /self/ = PRONOUN: εαυτός; ADJECTIVE: ίδιος; USER: εαυτός, αυτο, εαυτό, αυτό, self

GT GD C H L M O
senior /ˈsiː.ni.ər/ = ADJECTIVE: αρχαιότερος, γηραιότερος, μεγαλύτερος; NOUN: πρεσβύτερος; USER: αρχαιότερος, ανώτερος, ανώτερων, ανώτερα, ανώτερο

GT GD C H L M O
separation /ˌsep.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: χωρισμός, αποχωρισμός, διαχώριση; USER: χωρισμός, αποχωρισμός, διαχωρισμού, διαχωρισμό, διαχωρισμός

GT GD C H L M O
september /sepˈtem.bər/ = NOUN: Σεπτέμβριος, Σεπτέμβρης; USER: Σεπτέμβριος, Σεπ., Σεπτέμβρης, Σεπτέμβριο, Σεπ

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
services /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που

GT GD C H L M O
setup /ˈsetʌp/ = USER: setup, ρύθμιση, εγκατάσταση, εγκατάστασης, ρύθμισης

GT GD C H L M O
several /ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι; PRONOUN: μερικοί; USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες

GT GD C H L M O
short /ʃɔːt/ = ADJECTIVE: μικρός, κοντός, βραχύς, ελλιπής; USER: μικρός, μικρή, σύντομο, σύντομη, μικρής

GT GD C H L M O
skeptical /ˈskep.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: δύσπιστος, σκεπτικός, αμφιβάλλων, σκεπτικιστικός; USER: δύσπιστος, σκεπτικός, επιφυλακτικοί, σκεπτικισμό, σκεπτικοί

GT GD C H L M O
skills /skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης; USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων

GT GD C H L M O
social /ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός; USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές

GT GD C H L M O
software /ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό; USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού

GT GD C H L M O
solutions /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για

GT GD C H L M O
somewhat /ˈsʌm.wɒt/ = ADVERB: κάπως; PRONOUN: κάτι; USER: κάπως, λίγο, ελαφρώς, κάποιο τρόπο, μάλλον, μάλλον

GT GD C H L M O
specialization /ˌspeʃ.əl.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: ειδίκευση; USER: ειδίκευση, εξειδίκευση, εξειδίκευσης, ειδικότητα, ειδίκευσης

GT GD C H L M O
specialized /ˈspeʃ.əl.aɪzd/ = ADJECTIVE: ειδικευμένος; USER: ειδικευμένος, εξειδικευμένες, εξειδικευμένο, εξειδικευμένων, εξειδικευμένη

GT GD C H L M O
spotted /ˈspɒt.ɪd/ = ADJECTIVE: έχων στίγματα, στικτός, κηλιδωμένος; USER: έχων στίγματα, στίγματα, spotted, διάστικτοι, εντόπισε

GT GD C H L M O
sprints

GT GD C H L M O
staff /stɑːf/ = NOUN: προσωπικό, επιτελείο, ράβδος, σκυτάλη, βακτήρια, πεντάγραμμα μουσικής; VERB: επανδρώνω; USER: προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων

GT GD C H L M O
staffing /stɑːf/ = VERB: επανδρώνω; USER: στελέχωση, στελέχωσης, προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό

GT GD C H L M O
stages /steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό; VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ; USER: στάδια, τα στάδια, σταδίων, Διαδρομή, φάσεις

GT GD C H L M O
stakeholders /ˈstākˌhōldər/ = USER: ενδιαφερόμενα μέρη, ενδιαφερομένων, ενδιαφερόμενους, ενδιαφερομένους, ενδιαφερόμενοι

GT GD C H L M O
standards /ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπα; USER: πρότυπα, προτύπων, προδιαγραφές, τα πρότυπα, κανόνες

GT GD C H L M O
started /stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
starting /stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα; ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων; USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη

GT GD C H L M O
state /steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή; ADJECTIVE: κρατικός, πολιτειακός; VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω; USER: κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κράτους, κρατικών

GT GD C H L M O
statement /ˈsteɪt.mənt/ = NOUN: δήλωση, κατάσταση, ανακοίνωση, έκθεση, λογαριασμίς, γενικός λογαριασμός; USER: δήλωση, κατάσταση, ανακοίνωση, δήλωσης, κατάστασης

GT GD C H L M O
statistics /stəˈtistik/ = NOUN: στατιστική; USER: στατιστική, στατιστικές, Στατιστικά, στατιστικών, στατιστικά στοιχεία

GT GD C H L M O
status /ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση; USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος

GT GD C H L M O
stories /ˈstɔː.ri/ = NOUN: ιστορία, παραμύθι, διήγημα, πάτωμα; USER: ιστορίες, τις ιστορίες, ιστοριών, οι ιστορίες, ιστορίες που, ιστορίες που

GT GD C H L M O
strategy /ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία; USER: στρατηγική, στρατηγικής, στρατηγική της, στρατηγικής της, στρατηγική για

GT GD C H L M O
strive /straɪv/ = VERB: προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω; USER: προσπαθούν, επιδιώξουν, προσπαθήσει, να προσπαθούν, να προσπαθήσει

GT GD C H L M O
strong /strɒŋ/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, έντονη

GT GD C H L M O
study /ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο; VERB: μελετώ, σπουδάζω; USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν

GT GD C H L M O
subjects /ˈsʌb.dʒekt/ = NOUN: θέμα, υποκείμενο, ζήτημα, υπήκοος; VERB: υποβάλλω, υποτάσσω, εκθέτω; USER: θέματα, υποκείμενα, άτομα, μαθήματα, τα θέματα

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
suite /swiːt/ = NOUN: σουίτα, ακολουθία, συνοδία, σειρά πραγμάτων, σειρά δωμάτιων; USER: σουίτα, Suite, μπάνιο, ιδιωτικό, ιδιωτικό μπάνιο

GT GD C H L M O
supervised /ˈsuː.pə.vaɪz/ = VERB: εποπτεύω, επιβλέπω; USER: εποπτεύεται, εποπτεύονται, υπό την επίβλεψη, εποπτεία, επίβλεψη

GT GD C H L M O
supervising /ˈsuː.pə.vaɪz/ = VERB: εποπτεύω, επιβλέπω; USER: εποπτεία, την εποπτεία, επίβλεψη, εποπτεύει, εποπτείας

GT GD C H L M O
surprise /səˈpraɪz/ = NOUN: έκπληξη, αιφνιδιασμός; VERB: ξαφνιάζω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, αιφνιδιάζω; USER: έκπληξη, surprise, αποτελεί έκπληξη, έκπληξή, έκπληξης

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
target /ˈtɑː.ɡɪt/ = NOUN: στόχος; USER: στόχος, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων

GT GD C H L M O
tasks /tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία; USER: καθήκοντα, εργασίες, τα καθήκοντα, καθηκόντων, καθήκοντά

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
teams /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; USER: ομάδες, ομάδων, οι ομάδες, ομάδα, τις ομάδες

GT GD C H L M O
technical /ˈtek.nɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνικός; USER: τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
technologies /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
telecommunication /ˌtelɪkəmjuːnɪˈkeɪʃən/ = NOUN: τηλεπικοινωνία; USER: τηλεπικοινωνία, τηλεπικοινωνιών, τηλεπικοινωνιακών, των τηλεπικοινωνιών, τηλεπικοινωνίας

GT GD C H L M O
templates /ˈtem.pleɪt/ = NOUN: περίγραμμα, υποστήριγμα δόκου; USER: πρότυπα, templates, προτύπων, τα πρότυπα, υποδείγματα

GT GD C H L M O
ten /ten/ = USER: ten-, ten, δεκάδα; USER: δέκα, από δέκα, δεκάδα, δεκάδα

GT GD C H L M O
terms /tɜːm/ = NOUN: όροι; USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων

GT GD C H L M O
testing /ˈtes.tɪŋ/ = VERB: δοκιμάζω; USER: δοκιμές, δοκιμή, δοκιμών, δοκιμής, έλεγχο

GT GD C H L M O
tests /test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής; USER: δοκιμές, δοκιμών, εξετάσεις, δοκιμασίες, τεστ

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
think /θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι; USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε

GT GD C H L M O
thinking /ˈθɪŋ.kɪŋ/ = NOUN: σκέψη; ADJECTIVE: σκεπτόμενος; USER: σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, σκέφτεται, σκέφτεστε, σκέφτεστε

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
thought /θɔːt/ = NOUN: σκέψη, στοχασμός, αναλογισμός; USER: σκέψη, σκεφτεί, ότι, θεωρούν, σκέφτηκε, σκέφτηκε

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
timing /ˈtaɪ.mɪŋ/ = NOUN: χρονομέτρηση, συγχρονισμός, εκλογή του χρόνου, ρύθμιση του χρόνου; USER: συγχρονισμός, χρονομέτρηση, χρονοδιάγραμμα, χρονισμού, χρονική στιγμή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
together /təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα; USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό

GT GD C H L M O
tool /tuːl/ = NOUN: εργαλείο, σύνεργο, ψωλή; VERB: κατεργάζομαι; USER: εργαλείο, εργαλείου, μέσο, εργαλείο για, το εργαλείο

GT GD C H L M O
topics /ˈtɒp.ɪk/ = NOUN: θέμα, ζήτημα; USER: θέματα, τα θέματα, θεμάτων, θέματα που, ζητήματα

GT GD C H L M O
track /træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος; VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση

GT GD C H L M O
traits /treɪt/ = NOUN: χαρακτηριστικό; USER: γνωρίσματα, χαρακτηριστικά, γνωρισμάτων, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών

GT GD C H L M O
travel /ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδι, ταξίδιο; VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδεύουν, ταξιδέψετε, ταξιδέψουν

GT GD C H L M O
treatment /ˈtriːt.mənt/ = NOUN: θεραπεία, μεταχείριση, αγωγή, κατεργασία; USER: θεραπεία, αγωγή, μεταχείριση, κατεργασία, θεραπείας

GT GD C H L M O
truly /ˈtruː.li/ = ADVERB: όντως, ειλικρινά, αληθώς, ειλικρινώς; USER: αληθώς, όντως, ειλικρινά, πραγματικά, αληθινά

GT GD C H L M O
trust /trʌst/ = NOUN: εμπιστοσύνη, καταπίστευμα, πίστη, παρακαταθήκη, τράστ, πίστωση, εμπορικός συνδυασμός; VERB: εμπιστεύομαι, έχω πίστη, έχω πεποίθηση; USER: εμπιστοσύνη, εμπιστεύονται, εμπιστευθείτε, εμπιστεύεστε, Αξιόπιστες

GT GD C H L M O
under /ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω; ADVERB: από κάτω; USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο

GT GD C H L M O
understanding /ˌəndərˈstand/ = NOUN: κατανόηση, αντίληψη, νόηση, συνεννόηση; USER: κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, η κατανόηση, της κατανόησης

GT GD C H L M O
updating /ʌpˈdeɪt/ = NOUN: ενημέρωση; USER: ενημέρωση, την ενημέρωση, επικαιροποίηση, ενημέρωσης, την επικαιροποίηση

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
user /ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος; USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης

GT GD C H L M O
utilities /juːˈtɪl.ɪ.ti/ = NOUN: χρησιμότητα, ωφέλεια, χρησιμότης, ωφελιμότητα, δημόσια υπηρεσία, ωφελιμότης; USER: επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, κοινής ωφέλειας, κοινής ωφελείας, βοηθητικά προγράμματα, επιχειρήσεις κοινής ωφελείας

GT GD C H L M O
valuation /ˌvæl.juˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξία; USER: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξία, αποτίμησης, αποτίμηση

GT GD C H L M O
value /ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο; VERB: εκτιμώ; USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
view /vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός; VERB: βλέπω, θεωρώ; USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ

GT GD C H L M O
vip /ˌviː.aɪˈpiː/ = ABBREVIATION: πολύ σπουδαίο πρόσωπο

GT GD C H L M O
wanted /ˈwɒn.tɪd/ = ADJECTIVE: καταζητούμενος; USER: ήθελε, ήθελαν, θέλησαν, θέλησε, επιθυμούσε, επιθυμούσε

GT GD C H L M O
wants /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλει, επιθυμεί, θέλουν, θέλουν

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
weekly /ˈwiː.kli/ = ADJECTIVE: εβδομαδιαίος; NOUN: εβδομαδιαία εφημερίδα; ADVERB: καθ' εβδομάδα; USER: εβδομαδιαίος, εβδομαδιαίες, εβδομαδιαία, εβδομαδιαίο, εβδομαδιαίας

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
went /went/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πήγε, πήγαν, προχώρησε, πήγα, έπεσε, έπεσε

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
whatever /wɒtˈev.ər/ = USER: ανεξαρτήτως, ανεξάρτητα από, όποια και αν είναι, ανεξάρτητα, όποια και αν

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
wide /waɪd/ = ADJECTIVE: ευρύς, φαρδύς, πλατύς; USER: ευρύς, ευρύ, μεγάλη, ευρεία, ευρείας, ευρείας

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
wonderful /ˈwʌn.də.fəl/ = ADJECTIVE: θαυμάσιος, υπέροχος, θαυμαστός, αξιοθαύμαστος; USER: θαυμάσιος, υπέροχος, υπέροχη, υπέροχο, θαυμάσια

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
worked /wərk/ = VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, λειτούργησε, δούλεψε

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
y /waɪ/ = USER: y, γ, ομάδα, στην ομάδα, και στην ομάδα,

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
young /jʌŋ/ = ADJECTIVE: νέος, νεαρός; NOUN: νιάτα, νεογνό ζώου; USER: νέος, νεαρός, μικρά, νεαρή, νέων, νέων

GT GD C H L M O
yrs = USER: ετών, yrs, έτη, χρ.

515 words